λουλακιάζω

λουλακιάζω
μετ. синить, подсинивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λουλακιάζω" в других словарях:

  • λουλακιάζω — [λουλάκι] βάζω ασπρόρουχα σε διάλυμα λουλακιού για να αποκτήσουν ελαφρώς κυανό χρώμα …   Dictionary of Greek

  • γαλαζώνω — [γαλάζιος] 1. φαίνομαι γαλάζιος 2. μελανιάζω, μπλαβίζω («γαλάζωσαν τα χείλη του απ το κρύο») 3. δίνω γαλάζιο χρώμα σε κάτι («έσκασ ο ήλιος, γαλάζωσε τον ουρανό») 4. περνώ ρούχα με λουλάκι, λουλακιάζω 5. ραντίζω με γαλαζόπετρα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»